τευχότομος

τευχότομος
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) τεύχος με πολλές σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεύχος + τόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τευχότομος — ο πολυσέλιδο τεύχος, μικρός τόμος: Με τους τευχότομους επιταχύνεται μια έκδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”